κολοσσός — colossus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσός — ο (AM κολοσσός, Α και κολοττός, ό, και κολοσσός, ή) ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο άγαλμα (α. «ο Κολοσσός τής Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῡ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», Πλούτ.) νεοελλ. 1. υπερμεγέθης, πελώριος … Dictionary of Greek
κολοσσός — ο 1. άγαλμα ή ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους: Ένα από τα θαύματα του αρχαίου κόσμου ήταν και ο κολοσσός της Ρόδου. 2. αυτός που έχει κάποια ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό: Αυτός είναι κολοσσός τιμιότητας. 3. καθετί πολύ μεγάλο, το πελώριο: Το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Колосс — (κολοσσος, colossus) название, употребляемое для обозначения всякой статуи, превосходящей своими размерами натуру. Еще в глубокой древности египтяне олицетворяли в подобных статуях своих богов и царей, в намерении гигантизмом этих изображений… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
κολοσσοῖς — κολοσσός colossus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσοί — κολοσσός colossus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσοῦ — κολοσσός colossus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσούς — κολοσσός colossus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσῶν — κολοσσός colossus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσῷ — κολοσσός colossus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσόν — κολοσσός colossus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)